- ανάγραμμα ή αναγραμματισμός
- Η μετάθεση των γραμμάτων των λέξεων με τέτοιο τρόπο, ώστε να παράγονται άλλες λέξεις με διαφορετική σημασία. Η επινόηση του α. ανάγει την εμφάνισή της στους αλεξανδρινούς χρόνους και γνώρισε μεγάλη διάδοση την περίοδο του Μεσαίωνα. Είναι αξιοσημείωτο ότι στην αυλή του Λουδοβίκου ΙΓ’ υπήρχε το ειδικό αξίωμα του αναγραμματιστή του βασιλιά, το οποίο κατείχε κάποιος Τ. Μπιγιόν. Πολλά θρησκευτικά τάγματα του 16ου και του 17ου αι. χρησιμοποιούσαν την επινόηση αυτή ως χαρακτηριστικό μέσο έκφρασης της θρησκευτικής τους συγκίνησης και είναι γνωστό ότι o ευαγγελικός χαιρετισμός «Χαίρε, κεχαριτωμένη Μαρία, o Κύριος μετά σου» (Ave Maria, gratia plena, Dominus tecum), αποτελούσε τη βάση για την παραγωγή πολυάριθμων α. Τον 17o αι. πολλοί επιστήμονες συνήθιζαν να αναγραμματίζουν τα πορίσματα των μελετών τους για να τα διασφαλίσουν από τον κίνδυνο της οικειοποίησης. Αξίζει τέλος να σημειωθεί ότι τα ψευδώνυμα πολλών συγγραφέων οφείλονται σε α. των ονομάτων τους.
Dictionary of Greek. 2013.